Δημοφιλείς

Eνημέρωση με θέματα της επικαιρότητας

«Σε λυπάμαι που είσαι αναγκασμένος να ζεις εδώ»

του Τσούκα Χαρίδημου
Τη χυδαιότητα την προσλαμβάνεις κυρίως εμπειρικά - πρώτα την αισθάνεσαι, μετά τη σκέφτεσαι. Το θράσος του αρχισυνδικαλιστή της ΔΕΗ Φωτόπουλου αποτυπώνεται στην απειλητική αγριοφωνάρα του, ζωγραφίζεται στις επιθετικές χειρονομίες του. Την πώρωση του αρχισυνδικαλιστή των ταξιτζήδων Λυμπερόπουλου τη βλέπεις στο άδειο βλέμμα του, στο αδιάφορο ύφος του, στον απροσχημάτιστο ετσιθελισμό του. 

Η χυδαιότητα εκφράζεται με την άμετρα εγωκεντρική δράση, την άρνηση του λόγου, και, στην ακραία της εκδοχή, την προσφυγή στη βιαιοπραγία. Διαφωνείς μαζί μου; Θα σε φιμώσω. Δεν μου είσαι αρεστός; Θα σου επιτεθώ. Δεν διευκολύνεις τη διεκδίκηση των αιτημάτων μου; Θα σε τσακίσω. Ο χυδαίος δεν προασπίζει αρχές, μόνο ωμά συμφέροντα ή ιδεοληψίες• δεν νοιάζεται να πείσει αλλά να κατισχύσει. Όπως λέει ο Σοπενάουερ, «η θέληση μείον τη νόηση συνιστά τη χυδαιότητα». Η θέληση, χωρίς τη νοητική-στοχαστική επεξεργασία, αναδεικνύει το πρωτόγονο ένστικτο – την ωμή επιθυμία για κατίσχυση. 


Κορυφαίο περιστατικό στη βίβλο της πρόσφατης συνδικαλιστικής χυδαιότητας είναι η περιπέτεια ενός ζευγαριού Καναδών, του Ανταμ και της Καθλίν Χάμελ, όπως την αφηγείται γλαφυρά η Μ. Μαργωμένου στην «Κ» (24/7/2011). 
Το ζευγάρι ταξίδευε από τα ελληνικά νησιά στον Πειραιά. Λόγω απεργίας δεν υπήρχαν ταξί, οπότε ο ταξιδιωτικός πράκτοράς τους τους περίμενε στο λιμάνι με το αυτοκίνητό του. Τους παρέλαβε, έτοιμος να οδηγήσει το ζευγάρι στο ξενοδοχείο. Δεν υπολόγισε όμως σωστά. «Καθώς πάει να ανοίξει την πόρτα του οδηγού», γράφει η Μ. Μαργωμένου, «πέντε άνδρες τον πλησιάζουν από πίσω κι αρχίζουν να τον σπρώχνουν. Οι δύο Καναδοί από μέσα απ’ το αυτοκίνητο κοιτάζουν έκπληκτοι […]. Οι πέντε έχουν κάνει τώρα κύκλο γύρω απ’ τον πράκτορα, κι ο ένας σηκώνει το χέρι. Πίσω απ’ το τζάμι η γυναίκα παγώνει – δεν ξέρει αν ο ξένος είναι ληστής, μεθυσμένος ή τρελός. Η γροθιά κολλάει στο μάγουλο του πράκτορα: «Κατέβασέ τους, πάρε το αυτοκίνητό σου και φύγε τώρα!». […] «Δεν είμαι απεργοσπάστης, τουριστικός πράκτορας είμαι!», φωνάζει ο άνθρωπος […]. Αλλά ο κλοιός αντί να λυθεί, στενεύει. «Ήρθα να πάρω τους πελάτες μου, να τους πάω στο ξενοδοχείο», εξηγεί προσπαθώντας να ξεφύγει. «Πρώτα θα σου σπάσω το αυτοκίνητο και μετά τα μούτρα», του απαντάει ο ένας ταξιτζής. […]. Πίσω απ’ το τζάμι, η Καθλίν κλαίει γοερά. Είναι σίγουρη πως αφού δείρουν τον πράκτορα, θα σπάσουν το τζάμι και θα χτυπήσουν εκείνη και τον άνδρα της. Ο Ανταμ την κρατάει και προσπαθεί να την ηρεμήσει, αλλά η γυναίκα είναι σε πανικό» (ο.π.). 
Ο πράκτορας καταφεύγει σε μια ομάδα αστυνομικών, λίγο πιο πέρα, ζητώντας βοήθεια. Οι αστυνομικοί επεμβαίνουν, χωρίς ωστόσο να συλλάβουν κανένα τραμπούκο. Το ζευγάρι καταφέρνει να φτάσει, τελικά, στο ξενοδοχείο. Την επομένη ακυρώνουν τα περιηγητικό τους πρόγραμμα στην Αθήνα και αναχωρούν εσπευσμένα για την Ιταλία. «Ελπίζω να μην ξανακούσω τη λέξη “Ελλάδα”. Κι εσένα σε λυπάμαι που είσαι αναγκασμένος να ζεις εδώ», λέει ο Ανταμ αποχαιρετώντας τον ταξιδιωτικό πράκτορα (ο.π.). 
Το ζεύγος Χάμελ, χωρίς να χρειαστεί να ταξιδέψει σε επικίνδυνα «αποτυχημένα κράτη», όπως το Πακιστάν ή το Ιράκ, πήρε μια γεύση από τη ζωή σε μια παρωδία σύγχρονης χώρας, όπου με ανησυχητική κανονικότητα καταλύεται ατιμωρητί η δημόσια τάξη, η αυθαιρεσία είναι γενικευμένο φαινόμενο, και απουσιάζει εντυπωσιακά συχνά η έννοια της ρουτίνας – να διεκπεραιώνεις βασικές σου ανάγκες απροβλημάτιστα. 
Σε μια ώριμη δημοκρατία, ο απεργός πολίτης διεκδικεί αλλά αναμένεται να σέβεται τους κανόνες της «πόλεως», χάρη στους οποίους συγκροτείται ως πολιτικό υποκείμενο. Η εργασιακή διεκδίκηση καθίσταται κατανοητή ως έλλογη απαίτηση στο μέτρο που διατυπώνεται ετερο-αναφορικά – δηλαδή, με διυποκειμενικά αναγνωρίσιμους όρους, αντλώντας από το λεξιλόγιο της πολιτικής κοινότητας. Δεν είναι κακό να υπερασπίζεις τα συμφέροντά σου. Κακό είναι να περιφρονείς την έλλογη συλλογικότητα – τις αξίες, τους θεσμούς και τους κανόνες που προσδίδουν αγαγνωρισιμότητα στα αιτήματά σου. 
Ο απεργός ταξιτζής που δεν αρκείται στη μη παροχή των υπηρεσιών του στο κοινωνικό σύνολο αλλά προβαίνει σε παράνομες ενέργειες, λ.χ. εμποδίζοντας βίαια το δικαίωμα στη μετακίνηση, μετατρέπει τη διαμαρτυρία του σε οιονεί μαφιόζικη πρακτική• απεκδύεται την ιδιότητα του (αυτοπειθαρχημένου) πολίτη, περιπίπτει σε αλιτήριο. Καταλαμβάνοντας παράνομα τα εκδοτήρια εισιτηρίων της Ακρόπολης, ο απεργός ταξιτζής οικειοποιείται αυθαίρετα το δημόσιο χώρο. Το γεγονός ότι είναι απρόθυμος να υποστεί τις σχετικές κυρώσεις υποδηλώνει ότι οι πράξεις του δεν αντλούν ηθική νομιμοποίηση από τις κοινές αξίες που συνέχουν την «πόλη», αλλά έχουν αμιγώς αυτο-εξυπηρετικά κίνητρα. Στρεφόμενος κατά της «πόλεως», εξέρχεται από την έλλογη συλλογικότητα, «ιδιάζει». Όσο πιο ιδιοσυγκρασιακές και βίαιες είναι οι μέθοδοι διεκδίκησης, τόσο λιγότερο έλλογη (δηλαδή: διυποκειμενικά αναγνωρίσιμη) καθίσταται η διαμαρτυρία του. Στο μέτρο που το πάθος για την προάσπιση του συμφέροντός του δεν διηθείται από τον «κοινό λόγο» της «πόλεως», μετατρέπεται σε παρά-λογη απαίτηση. 
Θα πείτε: ναι, αλλά οι παρά-λογες (και παράνομες) διαμαρτυρίες συχνά αποδίδουν στην Ελλάδα – δες την Κερατέα. Σωστό, αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημά μας. Για κάθε τραμπούκο απεργό υπάρχει ένας υπουργός, ένας διευθυντής Μουσείου, ή ένας αστυνομικός διευθυντής που προσπαθεί να τον κατευνάσει, αγνοώντας τη διαπραχθείσα παρανομία. Στην αυθαιρεσία των απεργών αντιπαρατίθεται η κρατική ενδοτικότητα στην αυθαιρεσία. Δεν είναι μόνο ο απεργός που δεν σέβεται τους νόμους την «πόλεως». Το ίδιο κάνει κι ο κρατικός αξιωματούχος με άλλο τρόπο. Ο ένας εκχυδαΐζει τον αγώνα του, ο άλλος το λειτούργημά του. Ο κύκλος είναι φαύλος - δυστυχώς…